Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λόγων χειρώνακτες

См. также в других словарях:

  • χειρώνακτας — ο / χειρῶναξ, ώνακτος, ΝΑ εργαζόμενος με καταβολή τής σωματικής δύναμής του, αυτός που εργάζεται με τα χέρια του (α. «οι περισσότεροι κάτοικοι είναι χειρώνακτες» β. «καπήλους τε καὶ χειρώνακτας καὶ ἀγοραίους ἀνθρώπους», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»